- οἵαν
- οἵᾱν , οἷοςsuch asfem acc sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οἴαν — Οἴᾱν , Οἴη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴαν — οἴᾱν , οἴη fem acc sg (attic doric aeolic) οἴ̱ᾱν , οἶος alone fem acc sg (attic doric aeolic) οἴᾱν , οἰάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) οἴᾱν , οἰάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MENANDER — I. MENANDER Archon Athenis, Olymp. 99. an. 3. II. MENANDER Atheniensis, fil. Diophyti, discipulus Theophrasti, natus Olymp. 109, novae comoediae Comicus, strabus fuit, mente acutus, amore in mulieres insanus. Scripsit fabulas 80. et epistolam… … Hofmann J. Lexicon universale
επανύω — ἐπανύω (Α) 1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.) 2. μέσ. ἐπανύομαι παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
πίλεος — ὁ, Α ο πίλος, το κάλυμμα τής κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek